σικέ

σικέ
ο, η, το, Ν
(άκλ. επίθ.) (ξεν. λ.) αυτός που το αποτέλεσμά του έχει προσυμφωνηθεί και προκαθοριστεί με μυστικές και παρασκηνιακές ενέργειες, προκαθορισμένος, στημένος («αγώνας σικέ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chique «προσποίηση» < chic (πρβλ. σικ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σικάρω — Ν οργανώνω αγώνες σικέ, με μυστικά προσυμφωνημένο και προκαθορισμένο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικέ, κατά τα ρ. σε άρω (πρβλ. σινι άρω)] …   Dictionary of Greek

  • στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”