- σικέ
- ο, η, το, Ν(άκλ. επίθ.) (ξεν. λ.) αυτός που το αποτέλεσμά του έχει προσυμφωνηθεί και προκαθοριστεί με μυστικές και παρασκηνιακές ενέργειες, προκαθορισμένος, στημένος («αγώνας σικέ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chique «προσποίηση» < chic (πρβλ. σικ)].
Dictionary of Greek. 2013.